- έκτοθεν
- ἔκτοθεν (Α)επίρρ. αντί ἔξωθεν1. από το έξω μέρος, έξω, εκτός («ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων» — έξω από τον κύκλο τών άλλων μνηστήρων, Οδύσ.)2. από («πύργων δ' ἔκτοθεν βαλών», Αισχ. Επτά)3. (απολ.) έξω, απέξω («τήνδε δ' ἔκτοθεν βοᾱν ἔα», Σοφ. Ηλ.)4. χωρίς τη συντροφιά κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.